ὑπηρέτησα

ὑπηρέτησα
ὑ̱πηρέτησα , ὑπηρετέω
do service on board ship
aor ind act 1st sg
ὑπηρετέω
do service on board ship
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπηρετώ — υπηρέτησα, υπηρετήθηκα, υπηρετημένος 1. αμτβ., εργάζομαι ως υπηρέτης. 2. εκτελώ δημόσια ή στρατιωτική υπηρεσία: Υπηρετεί στα σύνορα. 3. μτβ., εξυπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, διευκολύνω: Υπηρετεί τους πολίτες με προθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπηρετησάσης — ὑπηρετησά̱σης , ὑπηρετέω do service on board ship aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετήσας — ὑπηρετήσᾱς , ὑπηρετέω do service on board ship aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετήσασα — ὑπηρετήσᾱσα , ὑπηρετέω do service on board ship aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετήσασαν — ὑπηρετήσᾱσαν , ὑπηρετέω do service on board ship aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετήσασιν — ὑπηρετήσᾱσιν , ὑπηρετέω do service on board ship aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπηρετώ — ὑπηρετῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τόν υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.) 2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με… …   Dictionary of Greek

  • υπηρετώ — υπηρετώ, υπηρέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλβανομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ξέρει την αλβανική γλώσσα: Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο υπηρέτησα ως διερμηνέας, γιατί ήμουν αλβανομαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”